ξεσπίτωμα

ξεσπίτωμα
το [ξεσπιτώνω]
εκδίωξη από το σπίτι, στέρηση κατοικίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεσπίτωμα — το, ατος αναγκαστική φυγή από το σπίτι, έξωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξερίζωμα — το [ξεριζώνω] 1. βίαιο τράβηγμα, βγάλσιμο φυτού ή δέντρου από το χώμα με τις ρίζες του, εκρίζωση 2. μτφ. ολοκληρωτική καταστροφή, αφανισμός, ξεκλήρισμα 3. μτφ. βίαιη και οριστική απομάκρυνση από το σπίτι ή από την πατρίδα, ξεσπίτωμα, εκπατρισμός… …   Dictionary of Greek

  • ξεστέγασμα — το [ξεστεγάζω] 1. η αφαίρεση τής στέγης 2. ξεσπίτωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”